εὐρύβατος

εὐρύβατος
εὐρύβατος
wide-stepping
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευρύβατος — εὐρύβατος, ον (Α) 1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα 2. ευρύχωρος, εκτεταμένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος α) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες β) ο προδότης τού Κροίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βατός (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • Εὐρύβατος — wide stepping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε …   Dictionary of Greek

  • εὐρύβατον — εὐρύβατος wide stepping masc/fem acc sg εὐρύβατος wide stepping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοιο — Εὐρύβατος wide stepping masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοιο — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοις — Εὐρύβατος wide stepping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοις — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρυβάτοισι — Εὐρύβατος wide stepping masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυβάτοισι — εὐρύβατος wide stepping masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”